- ευάγω
- εὐάγω (Α)οδηγώ σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ διάνοια», Γρηγ. Νύσσ.)ίσως ορθότερη γραφή: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγω (πρβλ. αν-άγω, κατ-άγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευαγώ — εὐαγῶ, έω (Α) [ευαγής] 1. είμαι ευαγής, αγνός, καθαρός 2. παθ. εὐαγοῡμαι εξαγνίζομαι … Dictionary of Greek
ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… … Dictionary of Greek